Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Ο κονταριομάχος...(2)



Δύο αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Κώστα Βάρναλη, όπως την έγραψε ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο του «Ο κονταρομάχος»
Το βαπόρι της αθανασίας
Μια μέρα πέρασα να τον δω απ' την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τ' ά­φησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώ­νιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε.
Ζεματάει μού λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε; Ο Καζαντζάκης -που ωστόσο δεν έπινε- θα τόλεγε να «δροσέψουμε».
Ο Κοτζιούλας πάλι τολεγε «θαραπαή».
  Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δος μου πρώτα το μισό σου βάρος.
Τ' ανακάλυψε ξαφνικά και... αποφάσισε να θυμώσει. Και -πώς τα κατάφερε;- θύμωσε για καλά.
  Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα.
  Τι θ' απογίνω εγώ μ' αυτούς τους... φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιώ ένα ποτήρι. Νάστελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην Εφημερίδα.
  Δεν ξέρεις... του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σ' αυτούς νάναι και καμιά μεγάλη δόξα.
  Να μου επιτρέψεις ν' αμφιβάλω. Για κοίτα... Μούδειξε την στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απ' αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να κα­ταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους»)... Ξεφύλλα... Και θα δεις.
—Ε, τι είναι;
Δεν τούς βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρε­μούρα είν’ αυτή βρε παιδί; Δε σου λέω; Κα μεις «μεγαλοφυίες» ήμασταν στην ηλικία τους άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν καναδυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώ­σουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής αγαπητέ... Ο ποιητής... Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.
- Εγώ;
- Ναι! ναι... Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.
- Θα μου πεις τώρα τι 'ναι ο ποιητής;
- Καλά. Αντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό πούναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν -δε θα ξανασταματήσω- ο ποιητής είναι κλώσσα, δεν είναι κότα!
- Δηλαδή;
- Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα  «τέρμενα»... Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα τόχει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο που­λάκια. 



Ο κουφαηδόνης
Ήξερα που θάβρισκα το Δάσκαλο. Τράβηξα ολόισια κατά το Βυζάντιο. Εκεί -ανάμεσα στους θορύβους απ' τα τάβλια, τις τράπουλες, και τους πολιτικούς διαπληκτισμού;- τον βρήκα να πίνει ήσυχος σα φακίρης, τον καφέ του,
   Σήκω! του λέω.
   Τι τρέχει;
  Σήκω!... Θα σου πω.
Και του παίρνω το σακάκι που τόχε φορεμένο σε μια καρέκλα.
   Βρήκες κάνα καλό; Μα... δεν είναι νωρίς ακόμη; Στον ύπνο σου το είδες;
— Έλα να πάμε στο Μάριο.
   Τι με θέλει πάλι αυτός ο κουφαηδόνης; Δεν πάω που­θενά.
  Του στείλανε κάτι ακουστικά. Πάμε να τα πάρουμε!
   Τι... ακουστικά;
   Βαρηκοΐας...
   Σους μπρε! όπως έλεγε κι ο πατέρας μου. Τι να τα κά­νω τ’ ακουστικά; Για ν’ ακούω τις βλακείες του ενός και τα’ αλ­λουνού; Δε μου φτάνει που τις διαβάζω; Πρέπει και να τις ακούω κιόλα;
Στεναχωρέθηκα.
  Κρίμα... του λέω. Κρίμα στη χαρά πού πήρα.
  Κοίτα τον... Λυπήθηκε.
   Καλά... του λέω. Δε σου γεννήθηκε κι εσένα ποτέ η έ- πιθυμία ν' ακούσεις... κάνα αηδόνι;
  Κελαϊδάει πολύ αβόζο. Αμα θέλω ν' ακούσω βάζω στο ράδιο δυνατά το σταθμό της Ρώμης. Και μάλιστα όποτε θέλω γω κι όποτε θέλει κείνο. Ξέρεις τι τζαναμπέτικο πουλί είναι; Σαν τις πριμαντόνες της όπερας!
  Καλά... Μα δε θάθελες...
  Τι άλλο;
   Δε θάθελες να σου ψιθυρίσει κάποια κάτι στ' αφτί;
—Όχι. Ό,τι ψιθυρίζεται παίρνεται εύκολα πίσω. «Εγώ
-θα σου πει- είπα ποτέ τέτοιο πράμα»; Καλύτερα λοιπόν δυνα­τά για νάχω και μάρτυρες.
Δε γινόταν τίποτα. Ο φίλος μου ήταν αμετάπειστος.
(Κάτι ομογενείς έστειλαν στον Μάριο Βαγιάνο έξι μηχανήματα για βαρήκοους τελευταίας τεχνολογίας και ένα του περίσσευε)
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου