Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Ο Κονταρομάχος...



Τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Κώστα Βάρναλη τους συνέδεε φιλία και αμοιβαία αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας. Ο Κώστας Βάρναλης ήταν μάρτυρας στη δίκη Λουντέμη το 1955. Η κατάθεση του Βάρναλη είναι διαχρονικά επίκαιρη για τον κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης και το ρόλο του λογοτέχνη. Στα 1966 ο Βάρναλης αφιέρωσε στον φίλο του ένα ποίημα το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» αλλά δε συμπεριέλαβε σε συλλογή του. Τόσο την κατάθεση όσο και το ποίημα δημοσιεύονται στο βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα».
Η φιλία, η αγάπη και η εκτίμηση στο πρόσωπο του Βάρναλη οδήγησε τον Λουντέμη να γράψει ένα βιβλίο για τον Βάρναλη με τίτλο «Ο κονταρομάχος» (εκδόσεις Δωρικός 1974)
Ο Μενέλαος Λουντέμης, κατά κόσμον Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης πέθανε στις 22 Γενάρη 1977. Με αφορμή αυτή την επέτειο θα αφιερώσουμε το μήνα σε επιλεγμένες αναρτήσεις από τον «Κονταρομάχο».  


 Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση θα την ανακάλυφτε ο ίδιος

Αγαπητέ μου. Ξέρεις που με πας; Στα Έντεκα. Στο Γουδί. Τότε όχι μόνο οι νέοι της ηλικίας του Κώστα αλλά και τα γεροντάκια ζούσαν μέρες επαναστατικές. Όλοι ήμασταν Σο­σιαλιστές. Κι ο Βάρναλης, κι ο Καζαντζάκης, κι ο θέρος, κι η ταπεινότητά μου. Κι ο Αγγελος; Φίλε μου, ο Απόλλων μπο­ρούσε ποτέ να γίνει Σοσιαλιστής; Ο Αγγελος ήταν ο Φοίβος. Περνούσε καβάλα στο δίφρο του, έξω από τα εγκόσμια.  Ο Βάρ­ναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του καιρού του, και του τόπου του. Βαφτισμένος με το ποτήρι τού φτωχού. Ήταν ’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος. Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση θα την ανακάλυφτε ο ίδιος. Εμείς οι άλλοι του καιρού του κάνα­με και λίγη μόδα. Ήταν τότε πολύ τού συρμού αυτό. Αφού έγι­νε σοσιαλιστής κι ο Ντίνος ο Θεοτοκάκης, το Κερκυραϊκό αρχοντόπουλο. Βλέπεις, εμάς η επανάσταση δεν μας είχε γίνει πά­θος. Στο Βάρναλη όμως έγινε αίμα. Εμάς άλλον τον ξεμάκρυνε η κοινωνική απόσταση, άλλον οι καταδιώξεις που είχαν κι όλα αρχίσει. Τον Βάρναλη δεν τον ξεκούνησε τίποτε. Αυτόν ό,τι και να τον κάνεις δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Δεν είναι μόνο που δε θέλει. Δε μπορεί. Είναι σαν τους ‘’σημειωμένους’’... Αυτούς που γεννιούνται π.χ. μ' έξι δάχτυλα. Γεννήθηκε αντάρτης; Μη με ρωτάς όμως ποιος τον έκανε. Θα σου πω «η μάνα του» και είναι αντιεπιστημονικό (άποψη του Ν. Βέη για τον Βάρναλη όπως την καταθέτει ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο). 

 Τον είδα να τσου­γκρίζει με νερό! Αίσχος!
Μιαν ωραία πρωία ένας κύριος Αρτουρ Ορνιτς, γάλλος οπερατέρ (που μονάχα ένας θεός ήξερε αν ήταν γάλλος και οπερατέρ), ήρθε λέει (λέει...) να φιλμάρει τους Αντιστασιακούς ποι­ητές για να τους παραδώσει στην... αθανασία. Δεν ξέρω πόσοι απ' αυτούς πραγματικά παραδόθηκαν στην αθανασία, ξέρω όμως πρώτον: Ότι ο υποφαινόμενος παραδόθηκε στην φυλακή και πως ο Ιδιοκτήτης της βίλας (Άγις Θέρος), σύρθηκε σε ηλικία 95 ετών στα μπουντρούμια της Δημοκρατικής Αθήνας, για να μη βγει πια αποκεί παρά μόνο για να κάνει τις ετοιμασίες της ταφής του.
Αλλά άς ξαναγυρίσουμε στη βραδιά της αθανασίας.
Πραγματικά. Ήταν μια βραδιά... γνήσιας αθανασίας. Απ' τους δώδεκα που πήραμε μέρος δυο - τρεις μόνο ζούνε ακόμη.
Η βραδιά ήταν επίσημη, πληκτική, γεμάτη κρύα ευγέ­νεια. Ανιούσα θανάσιμα. Καιί — όπως παρατήρησα αργότερα — δεν ήμουν ο μόνος. Μάταια ξεσπούσε ο Σικελιανός στα ομηρικά του κείνα γέλια. Μετά τις κωδωνοκρουσίες ακολουθο’υσε πάντα η εκφορά.
Κάποτε, δεν άντεξα, γυρίζω στο δάσκαλο που τον είχα δί­πλα μου - στ' αριστερά ήταν ο Σικελιανός.
              Το σκάμε; του λέω κρυφά.
              Μ' έσωσες... μου κάνει. Κοίτα μόνο να μη μας μυριστεί ο «θεός».
Που να ξεσκαλώσει κείνος απ' το φακό; Ο οπερατέρ τον είχε βάλει μόνιμα στο σημάδι. Μόνο ο Καζαντζάκης — πού ή­ταν κατά τα φαινόμενα κι αυτός στα «στενά» - έκανε κάποιο νόημα στο Δάσκαλο: «Για πού σύντεκνε;» Δεν ξέρω τι τούπε... Κάτι πάντως τούπε... Κάτι τούκανε και τον καθησύχασε.
Σε λίγο ήμασταν — κι οι δυο έξω απ' την καγκελόπορτα της βίλας. Ανασάναμε βαθειά.
— Ας τους αυτούς να φάνε δόξα, μου λέει. Εμείς πάμε για καμιά μαριδίτσα. Ξέρω κάπου εδώ κατά το Κεφαλάρι ένα καλό.
              Λυπούμαι το Φωτιάδη… του λέω, την ώρα που το σκάγαμε είχε τόσο παραπονεμένα μούτρα.
— Ασ’ τον αυτόν, δεν πίνει... μου λέει. Τον είδα να τσου­γκρίζει με νερό! Αίσχος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου