Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ



Από το περιοδικό ΗΓΗΣΩ το ποίημα (1907, τεύχος 3, σελ. 38-40)

ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ
Ο λογισμός, όπου σαν ρέμα
Λαμποκοπούσε ανθούς κυλώντας,
Εδώ σιμώνοντας ορμάει
Κι αυτός σαν καταρράχτης,
Κι όλο σου το κορμί αντηχάει
Σαν το βαθύ το χάος, οπού στοιβάζει
Μέσα του το νερό περιστεριών
Νερένιων πούπουλα, κι ωραία
Σαν θεών κρασί αναβράζει
Μες τον γιγάντιον αμφορέα
Των βράχων και των πλατανιών!
Και μες στα διάπλατα τα φύλλα
Που ο άπειρος χάνεται ουρανός
Είν' η βουή μια νέα δημιουργία
Κ' είναι τα δέντρα ωκεανός.
Και μέσα είναι το φώς έτσι θαμπό
Σαν όταν καθαρό φεγγάρι απλώνεται
Σ' ορίζοντα έρμο κι ανοιχτό! . . .
Κ' η κρυωσύνη από παντού
Βγαίνει σαν πρωτομύριστη ευωδιά
Κι απ' τη χαρά που με τραντάζει
Σαν απ' ασταχιών δεμάτι,
Καμένο στου Ήλιου τη φωτιά,
Σκορπάει των τραγουδιών μου ο σπόρος
Λάμποντας σαν αγάπης μάτι,
Και μου τον παίρνουνε τα χρυσοπούλια!
Και το νερό είναι μια αβασίλευτη
Και μια χιλιόαστρη Πούλια
Από γάλα ακίνητο
Σ' έναν ολοπράσινο ουρανό ! . . .
Κι αν η φωνή μου δεν περνάη
Τα αντικρινό βουνό
Κι αν ως τη θάλασσα δεν πάη
Σαν αχτίδα να πλαγιάση,
Η Ηχώ στη ρεματιά κρυμμένη
Με χαιρετάει με τη φωνή μου
Με μια γλύκα ερωτεμένη
Και με χαρά σαν τη δική μου!...
Είναι όλη η Πλάση θείο βιολί
Κ' εγώ είμαι το χρυσό δοξάρι,
Που όπου συρθώ ένας ύμνος βγαίνει,
Ναούς αρχαίους πού ανασταίνει.
Και σαν μικρό άστρο ο Ηλιος αστράφτει
Μέσα στων πλατανιών τα φύλλα
Και φεύγει εδώ και φεύγει απέκει
Με τον διαμάντινο άνεμο
Και σε όποιο κλώνο εγώ σταθώ
Μαζί μου έρχεται και στέκει! . . .
Εδώ είναι ο πόνος γελαστός
Κ' εδώ δεν έχεις μνήμη πλιά,
Κ' όλα είναι μεγάλα
Και δεν πετάει γύρα στο φώς
Η πεταλούδα η μαγικιά
Και θα μπορούσε εδώ να φτερουγιάση
Ο έρωτας, Αν ήταν αϊτός.
Απ' τη ζωή την πλήθια τρελός είμαι!
Να πεταχτώ πώς θέλω από εδώ πάνω,
Ψυχή δεν έχω πλια για ν' αποθάνω
Και το κορμί μου αθάνατο είναι τώρα
Σαν ψυχούλα αγγέλιον !
Και πα στα βράχια τασπροφόρα,
Που χρόνια τρίβονται και λάμπουν
Σαν στήθια Σφίγγας μπρούντζινης,
Να καρφωθώ σαν ένα φύλλο
Κι απάνωθέ μου το νερό
Σαν του βουνού μαλλιά να πέφτη,
Κ' εγώ ν' ασπρολογάω σαν τον αφρό.
Κ' ίσως καμιά ροδόγυμνη Ξωθιά
Μ' ένα φιλί μου πάρη το αίμα
Απ' τα κερένια μου μεριά
Που απάνου τους τα χείλη της
Τριαντάφυλλα, που ο καταρράχτης
Δε θα τα πάρη, όπως το φως
Της αυγής δε σβήνει ο μπάτης!
Κι απ' το νερό, που η απαλάμη μου
Λιγοστό θα κλείνη,
Αν πιη κανένας βάτραχος,
Χαρά σ' εμέ, που της καρδιάς μον
Η στάλα σε κανένα μάτι
Δάκρυ δεν μπόρεσε νά γίνη ! . . .
Τ' ανάστημά σου άμετρα φύλλα
Και βρύα που τα βρέχει αιώνια βροχή,
Ω βυθέ, κ' η ανατριχίλα
Είναι η μεγάλη σου ψυχή ! . . .
Και εγώ δεν είμαι ούτε κισσός
Που το κορμί του πλατανιού
Ολο και πιο αψηλά το τριγυρίζει
Και πα στο βάθος τρέμει με χαρά
Σαν αρμαθιά από μαύρα αστέρια
Σβησμένα σε ουρανό από κρύα νερά!
Και κόβω ένα κλωνάρι που δακρύζει
Και στα χυτά μου το περνάω μαλλιά:
Ω είμαι ένας μέγας ποιητής,
Γιατί θεϊκά έχω λόγια στην καρδιά μου,
Γι’ αυτό και δεν μπορεί πλιά να τα είπη
Η ανθρώπινη λαλιά μου ! . . .
                             Διόνυσος 1907

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου