Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ



Ο Κώστας Βάρναλης έγραψε αρκετές φορές για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον οποίο και θεωρούσε μία από τις κορυφές της ελληνικής ποίησης. Κάποια από τα κείμενα αυτά θα αναδημοσιεύσουμε το επόμενο διάστημα. Ξεκινάμε με το πρώτο κείμενο που δημοσιεύτηκε στα 1937 στην «Πρωία», ανυπόγραφο, στη σειρά «Φυσιογνομίαι λογοτεχνών που έλειψαν» (σελ. 1).  


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

(Πρωΐα 19/7/1937).
Ο κ. Ξενόπουλος μπορεί να παραδέχεται «με τρόπο», πως μέσα στο απέραντο λογοτεχνικό του έργο πιθανόν να υπάρχουνε και στιγμές αδυναμίας («Νεοελληνικά Σημειώματα» χρονιά 1937 τεύχ. 4ο), όμως μέσα στο κριτικό του έργο εμείς τουλάχιστο δε θυμόμαστε να υπάρχει κανένα φάλτσο. Παρ' όλη του τη φυσική συντηρητικότητα συχνά μίλησε πρώτος και θαρρετά για ό,τι αξιόλογο παρουσιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στα νεοελληνικά γράμματα και πάντα μίλησε σωστά και με τρόπο οριστικό. Ο,τι πρόβλεψε για τη σταδιοδρομία ενός νέου συγγραφέα αποδείχτηκε αληθινό. Ο Ξενόπουλος είναι ο πνευματικός πατέρας πολλών από τους σημερινούς «μεγάλους» λογοτέχνες.
Έτσι στα 1903 παρουσίασε πρώτος στο ελληνικό κοινό τον ποιητή των δεκαπέντε όλο όλο ίσαμε τότε παράξενων ποιημάτων, τον Αλεξαντρινό Κωνσταντίνο Καβάφη του... Πέτρου. Η κριτική του μελέτη πρωτοδημοσιευμένη στα «Παναθήναια» εκείνης της χρονιάς και ξανατυπωμένη στη «Νέα Εστία» του 1933 εξακολουθεί μετά τριάντα τέσσαρα ολάκερα χρόνια να έχει τη φρεσκάδα του τωρινού και να είναι η αρτιότερη κ' η πιο στοχαστική από όσες αναλύουν το έργο του Καβάφη με κάποιο γενικότερο κοίταγμα.
***
Στα 1903 δεν είχανε ακόμα εκδοθεί η Ασάλευτη ζωή του Παλαμά, οι Ασφόδελοι του Μαλακάση, οι Σκαραβαίοι και Τερρακότες του Γρυπάρη, οι Σκιές του Πορφύρα για ν' αναφέρω τα σημαντικότερα μνημεία του νεοελληνικού λυρισμού - κι όμως υπήρχε μια στρωτή ποιητική παράδοση, που  σιγά-σιγά στερεω­νότανε συνειδητά. Αυτήν την παράδοση της Μητρό­πολης, που άρχι­ζε από το Σολω­μό, ερχότανε ένας άποικος ποιητής να τη χαλάσει.
***
Ο Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάντρεια στα 1868, όπως λένε τα Λεξικά, στα 1863 στις 17 του Απρίλη, όπως βε­βαιώνει επίσημα το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρει­ας. Φυσικά το Πατριαρχείο έχει δίκιο. Γιατί ο Καβάφης είχ’ τη γυναικεία αδυναμία να κρύβει τα χρόνια του.
Φοβότανε τα γερατειά, τις ρυτίδες, το θάνατο. Απόφευγε το πολύ φως του ήλου και της λάμπας για να μη φαίνεται, απάνου στην όψη του, το θλιβερό πέρασμα του χρόνου. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του σώματος. Ο Καβάφης τότε εύρισκε την πνευματική του ολοκλήρωση όταν υποτασσότανε στις αισθήσεις του. Ηδονιστής, ωραιόπαθος πολύ εγκεφαλικός, απαισιόδοξος κι ατομικιστής ένοιωθε να υπάρχει και ως υλικός και ως πνευματικός άνθρωπος μονάχα μέσα στη φλογερή ζωή των απολαύσεων. Έτσι φοβότανε τον Καιρό, που φθείρει τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις, που προσθέτει στα περασμένα τον καημό της χαμένης ευτυχίας κι αφαιρεί από τα μελλούμενα την ελπίδα της επανάληψης. Κι αυτό το εσωτερικό του όραμα γινότανε ακόμα πιο οδυνηρό, όσο πίστευε, πως όλα τελεώνουν εδώ κάτου μια για πάντα. Η παρηγοριά της μεταθανάτιας επιβίωσης και της μεταθανάτιας δόξας δεν ήτανε για το δικό του μυαλό. Αυτός την αθανασία και τη δόξα τα ήθελε ενόσω ζούσε.   Έτσι το θεωρούσε χρέος και δικαίωμά του ν’ αφήνεται να πηγαίνει στις ηδονές, δικαίωμά του και χρέος να παραβαίνει όλα τα κοινωνικά veto, που τα θεωρούσε προορισμένα μονάχα για το μέσον όρο της ανθρώπινης μάζας.
***
Ο Καβάφης στα νιάτα του γύρισε πολύ τον κόσμο. Τα χρόνια όμως των πνευματικών του αναζητήσεων και της δημιουργικής του ωριμότητας τα πέρασε όλα στην Αλεξάντρεια. Στην Αθήνα ήρθε κάποτε στα 1901, κ' έφυγε απαρατήρητος. Ξανάρθε στα 1902[1] για να νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Είχε καρκίνο στο λα­ρύγγι. Ήτανε πια φημισμένος. Τότες τρέξανε να τόνε γνωρίσουν από κοντά οι συγγραφείς κ' οι λόγιοι της Αθήνας. Πρωτύτερα κυκλοφορούσε στην Αθήνα ο μύθος Καβάφη. Πολλά λεγόντανε για τη φιλαρέσκειά του, τη ματαιοδοξία του, τον αισθησιασμό του, τη σοφία του, τον κλεισμένο εσωτερικό του κόσμο, τη μυστηριώδη ζωή του. Ήθελε όσοι τον πλησιάζουνε να τόνε λιβανίζουνε για το μοναδικό νεοέλληνα ποιητή, για τον πιο φίνο «κριτήν της φιλοκαλίας», για το πιο πολιτισμένο πνεύμα του καιρού του. Θεωρούσε κατώτερους του όλους τους άλλους ποιητές, μα το έκρυβε, μήπως το μάθουνε κ' έτσι χάσει το θαυμασμό που του είχανε. Περιφρονούσε φυσικά τους νεαρούς λιβανι­στές του, μα τους κολάκευε, γιατί τους είχε ανάγκη: ήτανε οι κράχτες του εκεί κ' εδώ. Άλλο δε σκεφτότανε και δεν έκαμνε παρά να κρύβει τη σκέψη του και τα αισθήματά του, να καλλιεργεί τις χρήσιμες φιλίες και να οργανώνει τη μεγάλη υπόθεση της διαφήμισής του.
Αν όμως τύχαινε κανένας από τους γνωστούς του να δυσαρεστηθεί μαζί του και ν’ αρχίσει να τον αρνείται ως ποιητή ή να τον πειράζει ως άνθρωπο, ο Καβάφης ο αλαζονικός, ο υπέροχος, ο μοναδικός, ο σαρκαστής και ο σχολάρχης, γινό­τανε πτώμα - όσο κ ' αν ήτανε α­σήμαντος ο εχθρός του.  Έχανε τη ζωτικότητά του, τα κέφια του - ό­λο του το μεγαλείο.
Και δεν υπόφερνε μοναχά όταν τον πειράζανε ως ποιητή ή ως άν­θρωπο. Υπόφερνε και όταν καταλάβανε πως δεν τον εύρισκες νέο ή ωραίο. Καπότες ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαληνός του έφκιασε το σκίτσο του με μελάνι. Ο Καβάφης περίμενε πως ο φίλος του καλλιτέχνης θα τον κολάκευε, όπως συνηθίζουνε να κάνουν οι φωτογράφοι. Μα ο Κεφαληνός τόνε σκιτσάρισε όπως τον έβλεπε με την καλλιτεχνική του όραση: έναν άνθρωπο εξηντάρη με πολύ πνευματική φυσιογνωμία, γεμάτην ειρωνική διάθεση, αλλά και καχυποψία, με μάτια που άλλου βλέπανε και αλλού κοιτάζανε. Ο Καβάφης, άμα είδε τη φάτσα του θύμωσε. Τι διάολο καλλιτέχνης ήτανε, αφού δεν ήξερε να ψεύδεται! Και ζήτησε από τον Κεφαληνό να σκίσει το χαρτί. Ο Κεφαληνός αρνήθηκε και τότες ο Καβάφης του απαγόρεψε να το δείξει πουθενά. Αυτό το σκίτσο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στη «Νέα Εστία» (χρονιά 1933. τεύχ. 158ο).
Ο κ. Ξενόπουλος τόνε γνώρισε όταν ήρθε στην Αθήνα στα 1901. Και τον περιγράφει έτσι: «Είναι νέος. Αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου και με φυσιογνωμίαν συμπαθή... Υπό το εξωτερικόν εμπόρου γλωσσομαθούς, ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φι­λόσοφος και ο ποιητής». Ο κ. Α. Κόμης σε μια του μονογραφία γα τον Καβάφη (1935) τον περιγράφει ως έναν κύριο απλά ντυμένο, που πήγαινε μονόπαντα αργά αργά μπροστά μας σα να δυσκολευόταν να περπατήσει ή σαν κάτι να σκαφτόταν... μικρόσωμο κτλ. Το πρόσωπό του ξυρισμένο και κάπως μαυριδερό ήταν αδύνατο κ’ αυλακωμένο από βαθιές ρυτίδες. Η μύτη καμπουρωτή ... το στόμα ακίνητο και ζαρωμένο... μια σειρά κατάμαυρα θυσανωτά φρύδια... δυο άτια άγρια. Όταν πήγα στο νοσοκομείο να τον ιδώ θαύμασα το υπέροχο κεφάλι του με τη φωτει­νότερη πνευματι­κή έκφραση. Κι όμως ο άνθρωπος βρισκόταν σε κα­κά χάλια. Του είχανε περάσει ένα λαστιχένιο σωλή­να στο λαρύγγι για να ανασαίνει. Δε μπορούσε να μιλήσει. Είχε μπροστά του ένα καρνέ και έ­γραφε με τον στυλογράφο ό,τι ήθελε να πει. Σε μένα έγραψε: μήπως σας πειράζει το ρεύμα; (πόρτα και παράθυρα ήτανε ανοιχτά). Αυτό το καρνέ πολλοί πεθυμήσανε να το ζητήσουν ή να το κλέψουν. Δεν ξέρω ποιος στάθηκε τυχερός και το έχει σήμερα.
***
Xωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικά ιδιότυ­πος ποιητής. Ασεβής σε όλα από τη Μορφή ίσαμε την ουσία. Η τεχνική του ελαττωματική. Ο στίχος του έχει χασμωδίες, κα­κές τομές, περισσευούμενες συλλαβές και ρίμες ή καθόλου ή παρηχητικές ή ομοιολεχτικές. Μουσικότητα καμιά. Η γλώσσα του ψεύτικη (κακή καθαρεύουσα ή κακή δημοτική), το λεξιλόγιο του φτωχό, χωρίς επίθετα, χωρίς σύνθετα, χωρίς παρομοιώσεις, χω­ρίς μεταφορές. Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν πάντα ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή — κι αυτό το τελευταίο συχνά σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, άρα απρόσωπο. Κι αυτό το επεισόδιο περιγράφεται ή σκηνοθετείται χωρίς λυρικήν έξαρση, χωρίς πάθος, με χρονογραφική ξηρότητα. Δε φαίνεται να βγαίνει από την καρδιά παρά από το μυαλό. Πώς λοιπόν μας συγκινεί;.
Γιατί η ποίηση αυτή φαίνεται μεν λυρική στο σχήμα, αλλά στο βάθος της είναι δραματική. Έχει κίνηση, ηθοποιία, ζωντάνια, επιγραμματική λιτότητα, έχει πολλή σκέψη και πικρήν ειρωνεία και «περαίνει δι' ελέου και φόβου την των τοιού­των παθημάτων κάθαρσι». Και το δράμα αυτών των ποιημάτων έχει ένα μεγάλο προσόν, την καθολικότητα. Δεν είναι το δράμα ενός ατομικού ήρωα, μα ολάκερης της ανθρωπότητας. Είναι η ματαιότητα και η ανελέητη φθορά όλων των πρα­γμάτων του φυσικού, του ηθικού και του πνευματικού κόσμου. Όσο η ανθρωπότητα θ' αντικρίζει κουρασμένη και χωρίς οδηγό το φωτισμένο πνεύμα την αντίσταση και την κακία της Πράξης, θα κατέχε­ται πάντα από το φόβο της φθο­ράς, που οδηγεί στην παράλυση της θέλησης. Ετσι ό Καβάφης αποστέκεται στους νικημένους της ζωής. Κ' η ψυχολογία των νικημένων στα χρόνια της παρακμής έχει την αναμφισβήτητη καθολικότητα.
Η Ιδεα του Καβάφη μπορεί να καθαρίζεται μέσα στο μυαλό του, μα βγαίνει από την καρδιά του κι αποστέκεται στην καρδιά του «θεατη». Κι αυτή η ιδέα, επειδή δεν προσφέρεται δογματικά, σα μια γνωσιολογική σύλληψη, μα δραμα­τοποιείται, μετουσιώνεται από αναισθητική (διανοητική) σε αισθητική (ποιητική), γίνεται δηλ. «ωραία» και συγκινεί.
Όταν τα ποιήματα αυτά τα πάρουμε για μινιατούρες δραμάτων, τότε θα καταλάβουμε γιατί δεν τα βλάφτει ούτε η αντιλυρική τους στιχουργία και διάθεση, ούτε η πεζολογική διατύπωσή τους ούτε η καθαρεύουσα, η γλωσσά της... ιστορίας και της φιλοσοφίας και των παλαιών κειμένων.
***
Μα ο ποιητής δε φιλοσοφεί μονάχα για λογαριασμό των άλλων. Φιλοσοφεί πρώτα πρώτα για τον εαυτό του. Το δράμα των άλλων είναι και δικό του δράμα. Μέσα στη γενική φθορά τι σημασία μπορεί να έχει η δικιά του η αμαρτία; Όταν χάνονται ολάκεροι λαοί, βασίλεια, θρησκείες, μεγαλεία και δόξες και δεν μένει ούτε η στάχτη τους, τι μπορεί να μείνει από τη δικιά του παραστρατημένη ζωή; Αμοιβή; Τι­μωρία; Αστεία πράματα. Ετσι βγαίνει για συμπέρασμα πως ένα άτομο, που έχει κάποια αξία μπο­ρεί ν’ αφήνεται στις αδυναμίες του και να βλάφτει τον εαυτό του φτάνει να μη βλάφτει τους άλλους.
Αυτή ή λύση φαίνεται εύκολη και απλή, όμως είναι τραγική, γιατί πλερώνεται πολύ ακριβά και γιατί δεν έχει διάρκεια. Έρχεται το αίσχος των γηρατειών και βάζει τέ­λος σ' αυτού του είδους τις ελευθερίες, πολύ πριν απ' το θάνατο. Και τότες η αγάπη της ζωής μετα­βάλλεται σε μίσος ενάντια στη ζωή.
Έτσι ο «επικούρειος» που ξεκινά­ει με αλαλαγμούς θριάμβου σταματάει μια μέρα πνιγμένος από τους λυγμούς, μπροστά στην τελειωτική καταστροφή. Τότε καταλαβαίνει πως και η ηδονή είναι κι αυτή μια ματαιότητα.



[1] Τυπογραφικό λάθος. Ο Καβάφης νοσηλεύτηκε στον Ερυθρό Σταυρό στα 1932

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου