Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Η φωνή των κειμένων

Αναδημοσιεύουμε από το «Ριζοσπάστη» (Κυριακή 14 Φλεβάρη 1999) κείμενο της καθηγήτριας πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Γεωργίας Λαδογιάννη:

Η φωνή των κειμένων
Ο Βάρναλης διαβάζει Ομηρο

Oταν μπορέσουμε να γράψουμε μια τίμια ιστορία της λογοτεχνίας, τότε ξεχωριστή θέση πρέπει να δώσουμε στους δασκάλους μας, τους νέους Δασκάλους του Γένους, του 20ού αιώνα. Ο Κώστας Βάρναλης, λογοτέχνης, κριτικός και από τους πιο γερούς μας φιλολόγους, θα είναι ανάμεσα στους πρώτους.
Στη δεκαετία του 1920, όταν οι λογοτέχνες μας και οι διανοούμενοι εκείνης της εποχής έκαναν την πρώτη γνωριμία με τις αρχές του ιστορικού υλισμού και τολμούσαν με τη νέα ματιά να δούνε τα πράγματα και να μας δώσουν τα καλλιτεχνικά και τα θεωρητικά τους έργα, ο Βάρναλης ήταν από τους πρωτοπόρους. Είχε συμβάλει σ' αυτό το ξεκίνημα με δύο βιβλία. Με το μεγάλο συνθετικό ποίημα "Το φως που καίει" (1922) και με την κριτική του μελέτη "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική" (1925), που έμεινε σταθμός στην ιστορία των σολωμικών σπουδών.
Σήμερα, ξεφυλλίζουμε εκείνη τη μελέτη. Στεκόμαστε σε ένα σημείο της, που δεν το προσέξαμε αρκετά ως τώρα. Είναι η ενότητα, που έχει τίτλο "Φιλολογία και πραγματικότητα". Στην ενότητα αυτή, ο Βάρναλης θέλει να μας δώσει πληροφορίες για το πώς ήταν η κοινωνία, μέσα στην οποία έζησε ο Διονύσιος Σολωμός, ώστε να κατανοήσουμε ποια είναι η βάση του έργου του, των ιδεών του και της αισθητικής του ομορφιάς. Ομως, αντί να κάνει ιστορία, μεταπλάθει και μετασχηματίζει το υλικό της ιστορίας σε λογοτεχνικό κείμενο. Και, τελικά, αυτό που μας δίνει είναι ένα πεζογράφημα, ενθυλακωμένο στο εσωτερικό της κριτικής του μελέτης για τον Σολωμό, σαν μια πεζογραφική παρένθεση.
Ο Βάρναλης ανασυγκροτεί, στο μέρος αυτό, την πιο σπαρταριστή - σε ζωντάνια και αισθητική ευφορία - εικόνα για τα Επτάνησα, κατά τις προηγούμενες περιόδους της ιστορίας τους. Βασισμένος σε φιλολογικές και ιστορικές πηγές και με μέθοδο την κοινωνιολογική ερμηνεία, όπως τη γνώριζε από τα πρώτα του σοσιαλιστικά διαβάσματα, μας δίνει ένα εκπληκτικής αισθητικής απόλαυσης πρότυπο λογοτεχνικής μετάπλασης της ιστορίας. Αργότερα, τον ίδιο τρόπο γραφής θα τον αξιοποιήσει και σε άλλα του έργα. Η αληθινή "Απολογία του Σωκράτη" βγαίνει από αυτήν την παράδοση, της συνομιλίας με άλλα έργα. Μια γεύση της ευφυούς γραφής του Βάρναλη και της διδακτικής του δεξιοτεχνίας ως κλασικού φιλολόγου, παίρνουμε από την περιγραφή του παλατιού του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο Βάρναλης θυμάται τον Ομηρο, ιδιαίτερα τις περιγραφές της Ιθάκης και του παλατιού του βασιλιά Αλκίνοου της Κέρκυρας, καθώς ταξιδεύει φανταστικά στο παρελθόν των Επτανήσων, για να μας περιγράψει την κοινωνική τους κατάσταση στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Περιγράφει τα λαμπρά και πλούσια παλάτια, γεμάτα γεννήματα και τραγούδια. Αλλά, την ίδια στιγμή, διακρίνει τη "μουγκή αγκούσα", το λαό του Πόνου και της Αδικιάς, αυτόν που δημιουργεί τα πλούτη των βασιλιάδων. Ο Βάρναληςβλέπει το λαό πίσω από την ιστορία των βασιλιάδων και τον βγάζει από την ανωνυμία του, από το "σκοτάδι της Σιωπής", που τον είχανε βάλει οι τραγουδιστάδες των βασιλιάδων, οι Δημόδοκοι και οι Φήμιοι.
Ας δούμε αυτήν την περιγραφή της ομηρικής Ιθάκης από τον Βάρναλη.
"Το μαγικό νησί του Ομήρου. Η ηρωική βασιλεία με τα κοπάδια τα γιδοπρόβατα, τα βόδια και τα γουρούνια με το ισόγειο τριαδικό παλάτι, που άστραφτε από τον ακράτο, δίχως άμμο, ασβέστη με τη στέρνα στη μέση της μεγάλης αίθουσας, όπου τρέχανε από την ανοιγμένη σκεπή τα νερά της βροχής, - ολόγυρα στη στέρνα γλάστρες με λουλούδια και ίσα αντίκρα στο έμπα με τουςκαταπόρφυρους μπερντέδες ο γονικός πέτρινος θρόνος, μαύρος και γυαλιστερός απ' τα χρόνια. Τα ρόδια, τα πορτοκάλια, τα σταφύλια και τα σύκα, που ολοχρονίς λυγίζανε τα κλαριά τους, πάντα ώριμοι καρποί πλάι σε άγουρους και πάντα νέοι ανθοί, για να δέσουνε αργότερα οι ατέλειωτες αποθήκες με ταμεγάλα πιθάρια, ψηλότερα απ' το μπόι ενός άντρα, ξέχειλα πάντα από κρασί καιλάδι και φασόλια και σιτάρι, - δοσίματα του υπάκουου λαού, ο κουμπελίδικοςτάφος με τη χαλκωματένια πόρτα και με τους φυλακάτορες τα λιοντάρια απάνου, γιομάτος αμέτρητο χρυσάφι, ο μακαρισμένος αυτός κόσμος αυλικώντραγουδιστάδων με την πλερωμένη λύρα ίσως να μην υπήρξε ποτές έτσι αληθινός. Ομως πίσου από το χρυσό μαγνάδι των Ηχων και των Στίχων, που χώριζε τον κόσμο της Ομορφιάς, τον κόσμο του Πόνου από τον κόσμο της Χαράς, τον κόσμο της Αδικιάς από τον κόσμο της Δύναμης, ακούγεται ν' ανεβαίνει μια μουγκή αγκούσα ανθρώπων σκοτεινών, που τους πνίξατε στο παντοτεινό σκοτάδι της Σιωπής, Δημόδοκοι και Φήμιοι".
Γεωργία ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
Επ. Καθηγήτρια
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ο Βάρναλης θυμάται τον Ομηρο, ιδιαίτερα τις περιγραφές της Ιθάκης και του παλατιού του βασιλιά Αλκίνοου της Κέρκυρας, καθώς ταξιδεύει φανταστικά στο παρελθόν των Επτανήσων, για να μας περιγράψει την κοινωνική τους κατάσταση στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Περιγράφει τα λαμπρά και πλούσια παλάτια, γεμάτα γεννήματα και τραγούδια. Αλλά, την ίδια στιγμή, διακρίνει τη "μουγκή αγκούσα", το λαό του Πόνου και της Αδικιάς, αυτόν που δημιουργεί τα πλούτη των βασιλιάδων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου